ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΕΝΑΤΟΝ
-------------
Λειτουργία
Ίαμβοι και Τροχαϊκά
Χέρι από Χυτοσίδηρο

Μια λαμπερή και θριαμβευτική μέρα. Μια μέρα σαν κι’ αυτή ξεχνάς τις αδυναμίες σου, τις αβεβαιότητες, τις αρρώστιες και όλα γίνονται κρυσταλλικά, σταθερά, αιώνια … όπως το γυαλί μας.
Η Κυβική Πλατεία. Εξήντα έξι δυναμικοί, ομόκεντροι δακτύλιοι: οι κερκίδες. Και εξήντα έξι σειρές: ήσυχα, φωτεινά πρόσωπα, με μάτια που αντανακλούν τους λαμπερούς παραδείσους, ή ίσως τη λαμπρότητα του ΜονοΚράτους. Λουλούδια στο χρώμα του αίματος: γυναικεία χείλη. Τρυφερά στεφάνια από παιδικά πρόσωπα – στις πρώτες σειρές, κοντά στο κέντρο δράσης. Βαθιά, σκληρή, γοτθική σιωπή.
Κρίνοντας από τις περιγραφές που έχουν φτάσει ως εμάς, κάτι αντίστοιχο αισθάνονταν και οι αρχαίοι κατά τις ‘θείες λειτουργίες’ τους. Αλλά αυτοί υπηρετούσαν τον παράλογο, άγνωστο Θεό τους, ενώ εμείς υπηρετούμε κάτι λογικό και γνωστό με ακρίβεια. Ο Θεός τους δεν τους έδινε τίποτα παρά αιώνια, ταραχώδη αναζήτηση. Ο Θεός τους δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα εξυπνότερο από την ιδέα να θυσιάζεσαι, χωρίς να έχει σημασία ο λόγος. Όμως εμείς, όταν θυσιάζουμε στο Θεό μας, το ΜονοΚράτος, κάνουμε μια ήρεμη, λογική, προσεκτικά αιτιολογημένη θυσία. Ναι, αυτή ήταν η θριαμβευτική λειτουργία προς εορτασμό του ΜονοΚράτους, μια ανάμνηση των χρόνων που δόθηκαν στη σταυροφορία του 200-ετούς Πολέμου, την μεγαλειώδη νίκη του όλου απέναντι στο ένα, του συνόλου απέναντι στο μέρος …
Το ένα … στεκόταν στα σκαλιά του Κύβου, το φως του ήλιου έπεφτε πάνω του. Το πρόσωπό του ήταν λευκό, όχι, όχι λευκό, δεν είχε καν χρώμα: γυάλινο πρόσωπο, γυάλινα χείλη. Μόνο τα μάτια του, σκούρες, άπληστες τρύπες … Και ο τρομακτικός κόσμος από τον οποίο απείχε μόνο μερικά λεπτά. Το χρυσό σήμα με τον αριθμό του, του είχε ήδη αφαιρεθεί. Τα χέρια του ήταν δεμένα με μοβ κορδέλα (προφανώς αρχαίο έθιμο, προτού τέτοιου είδους θυσίες αρχίσουν να γίνονται στο όνομα του ΜονοΚράτους. Τότε ο καταδικασμένος πίστευε ότι είχε το δικαίωμα να αντισταθεί, γι’ αυτό και τα χέρια του συνήθως αλυσοδένονταν).
Και αρκετά ψηλά, πάνω στον κύβο, δίπλα από τη Μηχανή, ήταν η φιγούρα που αποκαλούμε Ευεργέτη, ακίνητη, σαν να ήταν φτιαγμένη από μέταλλο. Από εδώ κάτω είναι δύσκολο να διακρίνεις το πρόσωπο του. Το μόνο μου βλέπεις είναι χαρακτηριστικά που περιορίζονται σε αυστηρές, επιβλητικές, τετράγωνες γραμμές. Αλλά τα χέρια … Συμβαίνει καμιά φορά και στις φωτογραφίες, όταν τα χέρια είναι πολύ κοντά στο φακό εμφανίζονται τεράστια, είναι το μόνο που βλέπεις, καλύπτουν όλα τα άλλα. Αυτά τα βαριά χέρια, αναπαυμένα προς στιγμή στα γόνατα – είναι ξεκάθαρο ότι είναι φτιαγμένα από πέτρα και τα γόνατα μόλις που αντέχουν το βάρος τους.
Και ξαφνικά ένα από τα τεράστια αυτά χέρια ανασηκώθηκε αργά … αργή χειρονομία από χυτοσίδηρο … και προς απάντηση στο ανασηκωμένο χέρι, ένας Αριθμός σηκώθηκε από τις κερκίδες και πλησίασε τον Κύβο. Ήταν ένας από τους Κρατικούς Ποιητές. Είχε πέσει σ’ αυτόν η τύχη να στέψει τον εορτασμό με ένα ποίημα. Και τότε βγήκε σαν βροντή από τις κερκίδες ο θείος, μπρούτζινος ίαμβος που είχε φτιαχτεί γι’ αυτόν, για τον ηλίθιο με τα γυάλινα μάτια που στεκόταν εκεί στα σκαλιά, περιμένοντας τις λογικές συνέπειες των ανόητων πράξεων του.
… Μια πυρκαγιά. Σπίτια ταρακουνήθηκαν από τον ίαμβο, εκσφεντονίστηκαν σαν μια ρευστή, χρυσή βροχή και έπειτα συντρίφτηκαν. Πράσινα δέντρα στριφογύρισαν μέσα του, έφτυσαν σταγόνες χυμού και απέμειναν μαύροι σκελετοί σαν σταυροί. Τώρα όμως εμφανίστηκε ο Προμηθέας (αυτός είμαστε εμείς, φυσικά):

Και στις μηχανές, στο ατσάλι, συγκράτησε τη φωτιά,
Και το χάος αλυσόδεσε με τους κρίκους του Νόμου.


Όλα ήταν καινούργια, φτιαγμένα από ατσάλι: ατσαλένιος ήλιος, ατσαλένια δέντρα, ατσαλένιοι άνθρωποι. Ξαφνικά κάποιος τρελός ‘χαλάρωσε τις αλυσίδες από τη φωτιά’ – και παραλίγο όλα να αφανιστούν πάλι …
Δυστυχώς, η μνήμη μου δεν με βοηθάει στην ποίηση, αλλά ένα πράγμα θυμάμαι: Δεν θα μπορούσες να επιλέξεις πιο διαφωτιστικές και μεγαλοπρεπείς εικόνες.
Πάλι αυτή η αργή, βαριά χειρονομία και ένας δεύτερος ποιητής σηκώθηκε στα σκαλιά του Κύβου. Σχεδόν πετάχτηκα από τη θέση μου: Ήταν δυνατόν; Όχι … αυτά τα παχιά, αφρικάνικα χείλια … ήταν αυτός. Γιατί δεν ανέφερε ότι θα είχε το υψηλό …;
Τα χείλια του έτρεμαν, ήταν γκρίζα. Καταλαβαίνω ότι όταν είσαι πρόσωπο με πρόσωπο με τον Ευεργέτη, μπροστά σε ολόκληρο το σώμα των Φυλάκων, θα είσαι …αλλά ακόμα και έτσι, να είναι τόσο νευρικός;
Τροχαϊκά …κοφτά, γρήγορα … αιχμηρά σαν τσεκούρι. Για ένα ανήκουστο έγκλημα, για ένα βλάσφημο ποίημα, ένα που αποκαλεί τον Ευεργέτη… όχι, το χέρι μου αρνείται να το γράψει.
Χλωμός, χωρίς να κοιτάζει κανέναν (αυτή η ντροπή δεν ήταν χαρακτηριστικό του), ο Ρ-13 κατέβηκε και ξανακάθισε στην θέση του. Για ένα μικρούλι κλάσμα του δευτερολέπτου νόμισα ότι είδα δίπλα του το πρόσωπο κάποιου … μυτερό, ένα σκούρο τρίγωνο … και έπειτα εξαφανίστηκε με τη μία. Τα μάτια μου ανασηκώθηκαν, όπως και χιλιάδες άλλα μάτια, προς τη Μηχανή. Το απάνθρωπο χέρι έκανε μια τρίτη χειρονομία από χυτοσίδηρο. Και, σειόμενος από έναν αόρατο άνεμο, ο εγκληματίας κουνιέται… ένα βήμα… άλλο ένα… και κάνει το τελευταίο βήμα της ζωής του. Κοιτάζει προς τον ουρανό, με το κεφάλι του ριγμένο προς τα πίσω, στην τελευταία του θέση ανάπαυσης.
Βαρύς, πέτρινος, σαν την ίδια τη μοίρα, ο Ευεργέτης έκανε έναν πλήρη κύκλο γύρω από τη Μηχανή και εναπόθεσε το τεράστιο χέρι του πάνω στο μοχλό. Ούτε ο παραμικρός ήχος, ούτε ανάσα. Όλα τα μάτια ήταν στραμμένα στο χέρι. Τι φλεγόμενο ξέσπασμα ενθουσιασμού πρέπει να αισθάνεται κάποιος – να είναι όπλο, να έχει τη δύναμη εκατοντάδων χιλιάδων βολτ. Τι καταπληκτική μοίρα!
Μια στιγμή. Το χέρι έπεσε, ανοίγοντας την παροχή του ρεύματος. Ένα κοφτερό ξυράφι από αβάστακτο φως. Μια δόνηση στις σωληνώσεις της Μηχανής, ένα τρίξιμο που μόλις ακουγόταν. Το ξαπλωμένο σώμα ήταν περιτυλιγμένο από ένα φωτεινό, αστραφτερό φύσημα καπνού και έπειτα, μπροστά στα μάτια μας άρχισε να λιώνει, να λιώνει και διαλύθηκε τόσο γρήγορα που ήταν τρομερό. Και έπειτα – τίποτα. Μια λιμνούλα χημικά καθαρού νερού, που μόλις πριν από λίγα λεπτά ήταν σε μια καρδιά κόκκινη που χτυπούσε άγρια.
Όλα ήταν απλά, όλοι το ξέραμε. Αποδόμηση της ύλης – έγινε. Αποδόμηση των ατόμων του ανθρώπινου σώματος – έγινε. Και παρ’ όλα αυτά, κάθε φορά που συνέβαινε, έμοιαζε με θαύμα. Ήταν ένα δείγμα της υπεράνθρωπης δύναμης του Ευεργέτη.
Πάνω ψηλά, σε γραμμή μπροστά απ’ Αυτόν, ήταν δέκα γυναικείοι Αριθμοί με ξαναμμένα πρόσωπα, τα χείλια τους μισάνοικτα από ενθουσιασμό, τα μπουκέτα τους με τα λουλούδια να ανεμίζουν στον αέρα.*
Σύμφωνα με το παλιό έθιμο, οι δέκα γυναίκες στόλισαν με λουλούδια τη γιούνι του Ευεργέτη που ήταν ακόμα υγρή από το σπρέι. Με το μεγαλειώδες βήμα ενός υψηλού ιερέα, αυτός κατέβηκε αργά, πέρασε αργά μέσα από τις κερκίδες – και κατά πόδας του, απαλά, λευκά, γυναικεία χέρια ανασηκώθηκαν ψηλά σαν κλαδιά και ένα κύμα από εκατομμύρια φωνές που ζητωκραύγαζαν ακούστηκε σε ομοφωνία. Και έπειτα, η ίδια ζητωκραυγή προς τιμή του σώματος των Φυλάκων, αόρατα παρόντες κάπου στην ομίχλη, μέσα στις σειρές μας. Ποιος ξέρει, ίσως να ήταν αυτοί ακριβώς οι Φύλακες που ο αρχαίος άνθρωπος προέβλεψε με τη φαντασία του και ονόμασε ‘αρχάγγελους’, αυστηροί και τρυφεροί ταυτόχρονα, εγγεγραμμένοι στον καθένα άνθρωπο από γεννησιμιού του.
Ναι, υπήρχε στην όλη τελετή κάτι από τις αρχαίες θρησκείες, κάτι καθαρτικό, σαν καταιγίδα και κεραυνός. Εσείς που πρόκειται να το διαβάσετε αυτό … έχετε ζήσει ποτέ τέτοιες στιγμές; Λυπάμαι για σας, αν δεν έχετε.

---------------------------------------------------------------------
*Από το Βοτανικό Μουσείο φυσικά. Προσωπικά δεν βλέπω τίποτα το όμορφο στα λουλούδια, ούτε σε τίποτα άλλο που ανήκει στον άγριο κόσμο που εξορίστηκε εδώ και καιρό πίσω από το Πράσινο Τείχος. Το μόνο πράγμα που είναι όμορφο είναι ό’ τι είναι λογικό και χρήσιμο: μηχανές, μπότες, εξισώσεις, τροφή, κτλ.